- δυσέξοδος
- δυσέξοδοςhard to get out ofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσέξοδος — δυσέξοδος, ον (AM) αυτός από τον οποίο εξέρχεται κανείς με δυσκολία αρχ. δυσθεράπευτος … Dictionary of Greek
δυσέξοδον — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem acc sg δυσέξοδος hard to get out of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξόδοις — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξόδους — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσέξοδα — δυσέξοδος hard to get out of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσέξοδοι — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek